ταχύπτερνος

ταχύπτερνος
τᾰχῠ-πτερνος, ον,
A with swift heels, swift-footed,

ἵπποι Thgn.551

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταχύπτερνος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο γρήγορος στις φτέρνες, ταχύπους, γοργοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πτερνος (< πτέρνη)] …   Dictionary of Greek

  • ταχυπτέρνοισι — ταχύπτερνος with swift heels masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”